- σηματογράφος
- οιστός σε πλοίο που στην κορυφή του υπάρχουν δύο βραχίονες με χρωματιστές σημαίες, για να δίνονται διάφορα σήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σηματογράφος — ο, Ν ναυτ. κατακόρυφος ιστός σε πλοίο ή σε είσοδο λιμανιού, με βραχίονες οι οποίοι με την μετακίνησή τους δίνουν διάφορα σήματα και μεταδίδουν έτσι διάφορα μυνήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek